ραμνώδης

ραμνώδης
-ες, Ν
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ραμνώδη
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 1.550 περίπου είδη τών τροπικών και εύκρατων περιοχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhamnales (< ῥάμνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ραμνώδη — τα, Ν βλ. ραμνώδης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”